- πάγχρηστον
- πάγχρηστοςgood for all workmasc/fem acc sgπάγχρηστοςgood for all workneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγχρηστος — πάγχρηστος, ον (ΑΜ) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγχρηστος φαρμακευτικό παρασκεύασμα αρχ. 1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγ γος ἔσται», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστον ονομασία διαφόρων φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρηστός] … Dictionary of Greek
Αθήνιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος νομομαθής, που αναφέρεται σε επιγραφή του τέλους του 3ου αι. π.Χ. 2. Έλληνας γιατρός (1ος αι. π.Χ.). Ο Γαληνός τον αναφέρει ως εφευρέτη ενός φάρμακου των ματιών, που λεγόταν πάγχρηστον Αθηνίππιον … Dictionary of Greek